ορθοδοντική

ορθοδοντική
η
ως ουσ., κλάδος της οδοντιατρικής που ασχολείται με την επαναφορά των στραβών δοντιών στην κανονική θέση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθοδοντική — η κλάδος τής οδοντοστοματολογίας με αντικείμενο την πρόληψη και την διόρθωση τών ανωμαλιών τών δοντιών, την ορθή σύνταξη και σύγκλεισή τους καθώς και την ορθή ανάπτυξη τών γνάθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthodontics < ορθ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… …   Dictionary of Greek

  • οδοντορθωσία — και οδοντορθωτική, η κλάδος τής οδοντιατρικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με την αποκατάσταση τών δοντιών στην κανονική τους θέση, αλλ. ορθοδοντική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + ὀρθώνω] …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοδοντικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ορθοδοντικός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοδοντική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορθοδοντικός ειδικός οδοντίατρος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη τών ατελειών και με τη διόρθωση τής σύνταξης και… …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • σιδεράκι — το, Ν [σίδερο] (με υποκορ. σημ.) 1. μικρό τεμάχιο σιδήρου 2. φρ. «σιδεράκια δοντιών» ορθοδοντική πρόθεση …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • Σπεράντσας, Στέλιος — Γιατρός και λογοτέχνης (1888 1962). Καταγόταν από τη Σμύρνη, στην Ευαγγελική σχολή της οποίας τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική και οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο διάστημα 1933 1935 διατέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”